Αλλαγές στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα προωθεί η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης. Το υπουργείο σημειώνει ότι «με δεδομένο ότι η νέα διαδικασία εξυγίανσης εισήχθη πολύ πρόσφατα και δεν έχει ακόμη δοκιμασθεί και αποτιμηθεί στην πράξη, είναι πρόωρο να επιχειρηθεί εκ νέου αναμόρφωση, και μάλιστα εκ βάθρων, της σχετικής νομοθεσίας.Μπορούν ωστόσο να επιχειρηθούν επιμέρους βελτιώσεις, όπου κρίνεται ότι αυτό θα καταστήσει τη διαδικασία ταχύτερη και αποτελεσματικότερη, πιο φιλική για τους πιστωτές και τους εργαζομένους, και λιγότερο ευεπίφορη σε καταχρήσεις».
Στις αλλαγές που προωθούνται περιλαμβάνονται:
* Περιορίζεται η δυνατότητα επικύρωσης νεότερης συμφωνίας εξυγίανσης (σ.σ. ένταξη στο 99), αν δεν έχει παρέλθει τουλάχιστον πενταετία από την επικύρωση της πρώτης.
* Στη συζήτηση για την επικύρωση της συμφωνίας ακούγεται και εκπρόσωπος των εργαζομένων. Εύλογο αναφέρεται είναι "να είναι δυνατή η παρουσία εκπροσώπου των εργαζομένων και κατά τη συζήτηση της αίτησης για έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης".
3. Συντέμνεται ο διαθέσιμος χρόνος για τη σύναψη συμφωνίας του οφειλέτη με τους πιστωτές του. Ενώ δηλ. η προθεσμία για τη σύναψη συμφωνίας (και την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης) είναι κατά την ισχύουσα διάταξη 4 μήνες, μπορεί δε να παραταθεί ακόμη για έναν ή και για 3 ακόμη μήνες, υπό τις διακρίσεις και προϋποθέσεις του άρθρου 101 § 1 (πρβλ. και 104 § 1), προτείνεται η συντόμευση των προθεσμιών σε δύο (2) μήνες με δυνατότητα εφάπαξ μηνιαίας παράτασης.
4. Το ισχύον άρθρο 102 § 5 προβλέπει τη δυνατότητα δικαστικής ανάκλησης της απόφασης που άνοιξε τη διαδικασία, αν ο μεσολαβητής διαπιστώσει (και ενημερώσει περί αυτού το δικαστήριο) ότι η συμφωνία είναι ανέφικτη ή ότι ο οφειλέτης εγκαταλείπει την προσπάθεια εξυγίανσης. Όμως μεσολαβητής μπορεί να μην υπάρχει, στο μέτρο που ο διορισμός του είναι προαιρετικός (άρθρο 102 § 1). Επίσης ο μεσολαβητής μπορεί να είναι ο ίδιος μέρος του προβλήματος, αν καθυστερεί ή καλύπτει την κωλυσιεργία του οφειλέτη. Προτείνεται συνεπώς η συμπλήρωση της διάταξης του άρθρου 102 § 5, ώστε να προβλέπεται ότι, αν δεν υπάρχει μεσολαβητής ή ο μεσολαβητής παραλείπει να ενημερώσει το δικαστήριο, σε υποβολή σχετικής αίτησης για ανάκληση μπορεί να προβεί οποιασδήποτε πιστωτής.
5. Για αποφυγή απολύσεων εργαζομένων με το πρόσχημα της έναρξης της διαδικασίας, προτείνεται η προσθήκη διάταξης στο άρθρο 103 (προληπτικά μέτρα), κατά την οποία το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι να επικυρωθεί ή να απορριφθεί το σχέδιο εξυγίανσης.
6. Ο κανόνας του άρθρου 103 § 5, που αφορά τη δυνητική εξαίρεση των απαιτήσεων των μισθών των εργαζομένων από τη διατασσόμενη αναστολή, κρίνεται ότι πρέπει να βελτιωθεί υπέρ των εργαζομένων με μορφή αυτόματης εξαίρεσης, εκτός αν ο δικαστής αποφασίσει διαφορετικά (υπέρ της αναστολής δηλ. και των απαιτήσεων αυτών) λόγω σπουδαίου λόγου και για ορισμένο χρόνο, που πρέπει να αναφέρονται ειδικά και αιτιολογημένα στην απόφαση. Επομένως η υπαγωγή στη διαδικασία δεν θα επάγεται αναστολή των ατομικών διώξεων των εργαζομένων, ούτε θα απαιτείται σχετική δικαστική απόφαση. Μόνο αν το δικαστήριο κρίνει ότι για κάποιον ειδικό σπουδαίο λόγο ενδείκνυται η αναστολή θα επιτρέπεται η τελευταία. Εκτός αυτού, προβλέπεται ότι το δικαστήριο μπορεί να εξαιρέσει από την αναστολή σε μεγαλύτερη έκταση τα ποσά απαιτήσεων, που είναι αναγκαία για τη διατροφή πιστωτή ή της οικογένειάς του ή τρίτων προσώπων.
7. Επί της παραγράφου 8 (τροποποίηση της παραγράφου 1 στοιχείο η’ του άρθρου 106ε ν. 3588/2007).
Προτείνεται η μείωση της προθεσμίας του εξαμήνου του άρθρου 106ε § 1 περ. η’ σε τρίμηνο, ώστε οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές να μην δεσμεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα από την αναστολή των ατομικών διώξεων, που έχει τυχόν αποτελέσει περιεχόμενο της συμφωνίας.
12. Με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 106η, όπως τέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, ορίσθηκε η εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων καθυστέρησης οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Διατυπώθηκαν φόβοι ότι η διάταξη αυτή μπορεί να οδηγεί σε καταχρήσεις. Είναι σαφές ότι ο νομοθέτης δεν αναφέρεται σε πράξεις φοροδιαφυγής, αλλά μόνο σε πράξεις «καθυστέρησης», δηλαδή υπερημερίας σε σχέση με την καταβολή οποιωνδήποτε χρηματικών οφειλών προς το δημόσιο που είναι ήδη βεβαιωμένες ταμειακά σε Δ.Ο.Υ. ή Τελωνεία, για διάστημα καθυστέρησης μεγαλύτερο των 4 μηνών και που, ως γνωστό, τυποποιούνται ως ποινικά αδικήματα στο άρθρο 25 Ν. 1882/1990 (όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2523/1997). Έτσι και υπό την ισχύουσα μορφή της, η ρύθμιση δεν καταλαμβάνει τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που τυποποιούνται στο Ν. 2523/1997 και, ειδικότερα, δεν καταλαμβάνει τα αδικήματα των άρθρων 17 (αδίκημα φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος), 18 (αδίκημα φοροδιαφυγής με μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών) και 19 (αδίκημα φοροδιαφυγής με πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία καθώς και με μη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΒΣ).
Ωστόσο κρίνεται σκόπιμη η απαλοιφή οποιασδήποτε πιθανότητας παρερμηνείας της βούλησης του νομοθέτη προς την παραπάνω κατεύθυνση, επειδή παρατηρήθηκαν φαινόμενα καταχρηστικής επίκλησης της διάταξης. Προτείνεται έτσι η αναστολή της ποινικής δίωξης μόνο για τα αδικήματα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 που έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας κατά το άρθρο 100.
Πηγή: eisodima.gr